Balance today

«Το κτήνος  πρέπει να πεθάνει» Αυτοδικία και Δικαιοσύνη από τον Κάιν στον Οθέλο

By Alessandra Bratti
Listen to this article

Επιτακτική ανάγκη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη μακριά από κάθε ενστικτώδη επιθυμία εκδίκησης

Το κτήνος πρέπει να πεθάνει του  Nicholas Blake, είναι ένα κλασικό αγγλικό αστυνομικό θρίλερ. Αν και γράφηκε το 1938 η αξία του είναι διαχρονική, διότι αφορά ένα γνωστό κοινωνικό θέμα, την αυτοδικία.  Ένα τροχαίο ατύχημα στο οποίο σκοτώνεται ένα παιδί (Μάρτι Κέρνς),  ο πατέρας του (Φίλιξ Λέιν, ψευδώνυμο του συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Φρανκ Κερνς) αναζητεί να σκοτώσει τον οδηγό του αυτοκινήτου. Οδηγός είναι ο αυθάδης, αλαζόνας και τύραννος της οικογένειά του Τζώρτζ Ράτερι, ο οποίος συμπεριφέρεται άσχημα στη σύζυγό του Βάϊολετ Λώσον και τον γιό του Φίλ Ράτερι. Η ηθοποιός Λένα Λώσον, αδελφή της Βάϊολετ και ερωμένη του Κέρνς, χρησιμεύει ως δούρειος ίππος του Κερνς για να εισχωρήσει στην οικογένεια Ράτερι με το ψευδώνυμο Φίλιξ Λέιν και να πραγματοποιήσει το σχέδιο της δολοφονίας του Τζώρτζ Ράτερι, όπως αποκαλύπτει στο ημερολόγιό του ο Φίλιξ Λέιν. Όταν ο Ράτερι πεθαίνει δηλητηριασμένος με στρυχνίνη ο Λέιν προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του, καθώς αυτός σχεδίαζε να τον σκοτώσει ρίχνοντάς τον στο ποτάμι. Τα σχέδιά του ήταν καταγραμμένα στο προσωπικό του ημερολόγιο, το οποίο διάβασε η αστυνομία. Εδώ αναλαμβάνει δράση ο ντετέκτιβ Νάιτζελ Στρειντζγουέη και αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το έγκλημα.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει με μεγάλη λεπτομέρεια τους πρωταγωνιστικούς του χαρακτήρες και τις σχέσεις μεταξύ τους, καθώς και τις συμπεριφορές τους. Η δράση αφορά κυρίως τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου, του αναγνώστη και του συγγραφέα, καθώς υπάρχει μια μόνο δολοφονία και όχι εκατόμβες θυμάτων.

Πότε η αυτοάμυνα γίνεται αυτοδικία και πόσο έχουν το δικαίωμα οι πολίτες να προστατεύουν τον εαυτό τους;  Καθόλου, λέει το κράτος. Το ζήτημα της αυτοδικίας ο νομοθέτης το έχει λύσει πολύ νωρίς. Απαγορεύεται. Ξεκάθαρα και χωρίς συζήτηση. Ο λόγος δε που απαγορεύεται τόσο ρητά έχει να κάνει με την ουσία του κράτους. Δομικό χαρακτηριστικό του κράτους, όπως λένε οι κοινωνιολόγοι, είναι ότι διατηρεί την αποκλειστικότητα στη βία.

Η εξουσία που εκχωρούν οι πολίτες στο κράτος είναι για να μπορεί να παρεμβαίνει και με τη βία αν χρειαστεί και να διατηρεί την κανονικότητα, η οποία μπορεί να αλλάζει ανάλογα με τις συνθήκες. Ο κάθε πολίτης ξεχωριστά δεν μπορεί να ασκεί οποιασδήποτε μορφής βία, γιατί αυτή η βία αμφισβητεί το κράτος και στρέφεται εναντίον του. Εν πολλοίς αυτός είναι και ο λόγος που η άσκηση βίας, μαζί με άλλα εγκλήματα, διώκεται από τους δικαστικούς λειτουργούς αυτεπάγγελτα, χωρίς να χρειάζεται μήνυση εκ μέρους της θιγόμενης πλευράς. 

Η βασική αυτή αρχή γίνεται λίγο πιο ήπια σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δράστης άσκησης βίας προκλήθηκε ή εν πάση περιπτώσει βρέθηκε στην κατάσταση που η νομική επιστήμη περιγράφει με τον πολύ ενδιαφέροντα όρο του «βρασμού ψυχής». Αυτός ακριβώς ο όρος είναι το αμορτισέρ ανάμεσα σε αυτό που δεν πρέπει επ ‘ουδενί να γίνεται (εξουσία άσκησης βίας στους πολίτες) και σε αυτό που καμιά φορά συμβαίνει (ενστικτώδης αντίδραση ενός θύματος που μεταμορφώνεται σε δράστη).

Το έγκλημα αποτελεί ένα φαινόμενο που προβλημάτιζε και συνεχίζει να προβληματίζει την παγκόσμια κοινότητα επί σειρά αιώνων. Πληθώρα συγγραφέων στην προσπάθεια τους να εξακριβώσουν τις συνθήκες τέλεσης των εγκληματικών δράσεων, τα αίτια, τα αποτελέσματα και τους παράγοντες που οδηγούν σε αυτό, έχουν διατυπώσει σωρεία  θεωριών, προκειμένου αφενός να προλάβουν και αφετέρου να καταπολεμήσουν το κοινωνικό αυτό φαινόμενο του εγκλήματος και της αυτοδικίας.   Η προέλευση ,λοιπόν, του εγκλήματος είναι το αρχικό ερώτημα που απασχόλησε την πλειοψηφία της επιστημονικής κοινοτητας. Έτσι, σε ορισμένες επιστημονικές προσεγγίσεις γίνεται λόγος άλλοτε για αίτια και άλλοτε για παράγοντες του εγκλήματος. Η διαφορά των δύο εννοιών είναι πρωτίστως χρονική. Ο πρώτος όρος αναφέρεται  στις χρονικά προηγούμενες συνθήκες, η ύπαρξη των οποίων γεννά το έγκλημα. Η έννοια των παραγόντων του εγκλήματος εμφανίστηκε, όταν διαπιστώθηκε αδυναμία εξήγησης του φαινομένου με βάση τα αίτια του εγκλήματος. Οι παράγοντες που οδηγούν στο έγκλημα συνίστανται στους όρους εκείνους, οι οποίοι μπορούν υπό ορισμένες συνθήκες να οδηγήσουν στην εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς.

Η αναζωπύρωση συμπεριφορών όχλου είναι μια σοβαρή παρενέργεια του εγκλήματος της αυτοδικίας. Η «Ψυχολογία των μαζών», το κλασικό έργο που ο γιατρός και κοινωνικός αναλυτής Gustave Le Bon έγραψε στα τέλη του 19ου αιώνα, δυστυχώς χρήζεται ως διαχρονικό και απελπιστικά επίκαιρο . Να σημειώσουμε  ότι αν εξαιρέσουμε τις σύγχρονες σχεδόν αιχμές του Friedrich Nietzsche,  δεν υπήρχαν “μάζες”. Ο όχλος χαρίζει στο άτομο το αίσθημα,  το κείμενο και ο συγγραφέας του υπήρξαν αντικείμενο σκληρής κριτικής. Έγιναν, έτσι, το υπόβαθρο ανάπτυξης της κοινωνικής ψυχολογίας, όπως την ξέρουμε σήμερα. Η ψυχολογία των μαζών, ο υποτιθέμενος αυτός καταγωγικός τόπος ιδεολογικών σκληρύνσεων ολοκληρωτικού χαρακτήρα, βρίθει από σημαντικές ιστορικές αφηγήσεις, τολμηρές ιστορικές και ιστορικής σημασίας ερμηνείες, ενδιαφέρουσες ψυχολογικές αναλύσεις. Σε αυτές η έννοια της αυτοδικίας κυριαρχεί.

Ο όχλος επιτρέπει την είσοδο στη βαρβαρότητα. Μια κοινωνία ανάλγητη που απαθής μέρα τη μέρα έβλεπε το κράτος δικαίου να αποδυναμώνεται δίχως κανένα αντανακλαστικό περιφρούρησης πολύτιμων κοινωνικών αγαθών, όπως η αλληλεγγύη, η προστασία του αδυνάτου. Αγαθά που βαθμιαία θρυμματίστηκαν ως την πλήρη εξαφάνισή τους, αφήνοντας μια χώρα έρμαιο στη βαρβαρότητα των αγορών αλλά και του εαυτού της. Ο άκρατος ατομικισμός και καταναλωτισμός κακοποίησαν την ίδια την υπόθεση της σκέψης και του πολιτισμού.

Το έγκλημα, σύμφωνα με τους εγκληματολόγους, συνιστά παραβίαση στοιχειωδών συναισθημάτων φιλαλληλίας μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, σε μια συγκεκριμένη εποχή, απαραίτητων για την κοινωνική συμβίωση. Η παραβίαση αυτή, θυμίζει ο Durkheim «αποτελεί προσβολή των ισχυρών συναισθημάτων της συλλογικής συνείδησης και διεγείρει μια μαζική αντίδραση αποδοκιμασίας που εκφράζεται με την ποινή».

Η ποινή είναι απαραίτητη για να μπορέσει να υπάρξει κοινωνική συμβίωση. Οσο η ποινή αυτή μένει στον αέρα, τόσο η βία του όχλου θα αυξάνεται.

Και βέβαια δεν υποθάλπεις την αυτοδικία, ούτε είσαι «ένοχος λαϊκισμού», όταν επιχειρείς, όχι να δικαιολογήσεις, αλλά να εξηγήσεις ορισμένα φαινόμενα.

Σε κάθε περίπτωση η οργή πολλαπλασιάζεται όταν γύρω μια μαινόμενη κρίση υποχρεώνει ολοένα περισσότερα άτομα να φοβούνται για το πώς θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα την επόμενη στιγμή. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τόση διάσταση ανάμεσα σε αυτό που λέγεται και σε αυτό που γίνεται.

Στον τόπο μας από τα αλλοτινά εγκλήματα τιμής που μέχρι πρότινος αντιμετωπίζονταν με ορισμένα ελαφρυντικά, έχουμε περάσει στα άτιμα εγκλήματα του σήμερα χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Αλλά και δίχως τιμωρία. Και καταλήγουμε να ακούμε για έξαρση γυναικοκτονιών, σαν να πρόκειται για τάση μόδας, για φρικτούς αποτρόπαιους ξυλοδαρμούς και αρρωστημένους βιασμούς.  Δεν είναι δυνατό να μιλήσει κανείς για αυτοδικία και βία χωρίς να φέρει στον νου του αν όχι τον Κάιν, τον πρώτο διδάξαντα, πάντως τον Ορέστη, ή τη Μήδεια του Ευριπίδη ή τον Οθέλο του Σαίξπηρ.

Η  δικαστική πλάνη, που επιφέρει την ηθική και μοιραία και τη φυσική εξόντωση του αθώου και συμπαθούς θύματος, συνδέεται με μια προηγηθείσα στυγερή δολοφονία και μια εν τέλει, αιφνίδια κι ανεξήγητη στην κοινωνία αυτοχειρία.

Οι αρχαίοι Έλληνες  που έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση στη θεά της Δικαιοσύνης κι από αυτήν εξαρτιόταν η ισορροπία του κόσμου και η τάξη των πραγμάτων, της είχαν δώσει το όνομα Θέμις, που σήμαινε αυτό που ισχύει, καθώς ο λόγος της ήταν σεβαστός από θεούς και ανθρώπους. Η Θέμις αντιπροσώπευε το δίκαιο και τιμωρούσε όποιον διέπραττε αδικίες και παρέβαινε τους κανόνες δικαίου. 

Σχετικά με το θέμα  της αυτοδικίας είναι φυσικό να αναρωτηθεί κανείς τι είναι άραγε αυτό που ωθεί συχνά τους ανθρώπους να παίρνουν στα χέρια τους το νόμο ώς άλλοι Θεοί μαζικά ή ατομικά αφαιρώντας ανθρώπινες ζωές αντί να ακολουθούν τις νομικές επιταγές και τις διαδικασίες που ορίζουν οι θεσμοί σε μια ευνομούμενη πολιτεία.

Στις ειρηνικές περιόδους πολλοί είναι οι λόγοι και πάντα σχετίζονται με το πολιτιστικό επίπεδο ατόμων και κοινωνιών.

Συμφέροντα πρώτα, πάθη και μίση, έρωτες και προδοσίες, υποταγή σε κάποιο θεό, αίσθημα αδικίας και επιθυμία εκδίκησης, η πληγωμένη τιμή, έχθρες, κακίες, φιλονικίες, φανατισμοί και οπαδισμοί, ιδεοληψίες, επαναστατημένες ψυχές και ψυχικές διαταραχές, κλειστές κοινωνίες και κλειστοί ορίζοντες, πανάρχαιοι και απαραβίαστοι κώδικες που προκαθορίζουν απαρέγκλιτα τις συμπεριφορές, η άγρια χαρά της ιδιόχειρης τιμωρίας κατά τον μωσαϊκό νόμο, η έλλειψη εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη και στα όργανά της.

Written by:

Alessandra Bratti

Επικοινωνιολόγος